- σχετλιάζειν
- σχετλῑάζειν , σχετλῖάζωpres inf act (attic epic)σχετλιάζωcomplain of hardshippres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχετλιάζω — ΝΑ [σχέτλιος] 1. παραπονούμαι, μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι 2. αγανακτώ αρχ. (με ουδ. επιθ.) κατακρίνω κάτι με αγανάκτηση («σχετλιάζειν τὸ συμβάν», Αρισταίν.) … Dictionary of Greek